- ἰσχυρόψυχος
- ἰσχῡρό-ψῡχος, ον,A strong-souled, Hsch.s.v. λάσιον κῆρ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχυρόψυχος — ἰσχυρόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek